Γιάκομπ

Γιάκομπ
(Scheuchzer). Ελβετός φυσιοδίφης (1672 - 1733). Σπούδασε στο Άλτντορφ και στην Ουτρέχτη. Χρημάτισε αστίατρος της Ζιρίχης, καθηγητής μαθηματικών και καθηγητής φυσικής σε γυμνάσιο της ίδιας πόλης. Μελέτησε τους παγετώνες και τη γεωλογική δομή των Άλπεων. Οπαδός της θεωρίας του κατακλυσμού όπως ήταν υποστήριζε ότι οι οργανισμοί που εξαφανίστηκαν, εξοντώθηκαν την εποχή του «παγκόσμιου κατακλυσμού». Δημοσίευσε παλαιοντολογικές και γεωλογικές μελέτες, περιέγραψε διάφορα είδη φυτικών και ζωικών απολιθωμάτων και ήταν από τους πρώτους που επισήμαναν την προέλευση του κάρβουνου. Το 1700 ανακάλυψε έναν απολιθωμένο σκελετό τεράστιας σαλαμάνδρας, που νόμισε ότι ήταν σκελετός ανθρώπου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Γιόρνταενς, Γιάκομπ — (Jakob Jordaens, 1593 – 1678). Φλαμανδός ζωγράφος. Επηρεάστηκε από τον Ρούμπενς και τον Καραβάτζιο. Στους πρώτους του πίνακες διακρίνεται έντονα η επίδραση της φλαμανδικής ζωγραφικής παράδοσης, καθώς και πολλά στοιχεία από την τεχνοτροπία του… …   Dictionary of Greek

  • Μπαχόφεν, Γιόχαν Γιάκομπ — (Jochann Jakob Bachofen, Βασιλεία 1815 –1887). Ελβετός κοινωνιολόγος και ιστορικός. Καθηγητής του Ρωμαϊκού Δικαίου στη Βασιλεία, αφοσιώθηκε, καταπολεμώντας τη μεθοδική φιλολογία του Μόμσεν, στη μελέτη των πρωτόγονων κοινωνιών, της μυθολογίας και… …   Dictionary of Greek

  • Μπούρκχαρντ, Γιάκομπ — (Jakob Burkhardt, 1818 – 1897). Ελβετός ιστορικός. Το 1884 διορίστηκε καθηγητής της γενικής ιστορίας της τέχνης στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας και αργότερα καθηγητής της ιστορίας της τέχνης στο Πολυτεχνείο της Ζυρίχης. Τα έργα του διακρίνονται… …   Dictionary of Greek

  • Βάγκνερ, Γιοχάνες Γιάκομπ — (Johannes Jacob Wagner, 1775 1841). Γερμανός φιλόσοφος. Προσωπικός φίλος του Σέλιγκ, με τον οποίο συνεργάστηκε ως καθηγητής στο Βίρτσμπουργκ το 1803. Ο Β., ξεκινώντας από την υπόθεση ότι η σκέψη έχει μαθηματικό χαρακτήρα, διατύπωσε τη φιλοσοφία… …   Dictionary of Greek

  • Γιακόμπι, Καρλ Γκούσταφ Γιάκομπ — (Karl Gustav Jacob Jacobi, Πότσνταμ 1804 – Βερολίνο 1851). Γερμανός μαθηματικός, εβραϊκής καταγωγής. Από πάρα πολύ νέος έδειξε εξαιρετική ευφυΐα και κατά τη δημιουργική, σύντομη ζωή του συνέβαλε αξιοσημείωτα σε κάθε κλάδο της μαθηματικής γνώσης,… …   Dictionary of Greek

  • Γκριμελσχάουζεν, Χανς Γιάκομπ Kρίστoφ φον- — (Hans Jacob Christoph von Grimmelshausen, Γκέλνχαουζεν ; – Ρένχεν 1676).Γερμανός συγγραφέας. Κατά τη διάρκεια του Τριακονταετούς πολέμου υπηρέτησε στρατιώτης γραφέας και γραμματέας. Το 1667 ανέλαβε τη δημαρχία του Ρένχεν. Μετά το 1660 ανέπτυξε… …   Dictionary of Greek

  • Κάρστενς, Γιάκομπ Άσμους — (Jacob Asmus Carstens, Σλέσβιγκ 1754 – Ρώμη 1798). Δανός ζωγράφος. Αρχικά ασχολήθηκε με το εμπόριο, ενώ αργότερα, σε ώριμη ηλικία, με τη ζωγραφική. Σπούδασε στην Κοπεγχάγη, αλλά το 1792 πήγε στη Ρώμη για να ικανοποιήσει τις καλλιτεχνικές του… …   Dictionary of Greek

  • Κατς, Γιάκομπ — (JacobCats, Μπρουβερσχάφεν 1577 – Χάγη 1660). Ολλανδός διπλωμάτης και ποιητής. Σπούδασε νομικά στα πανεπιστήμια του Λέιντεν και της Ορλεάνης και, αφού άσκησε το δικηγορικό επάγγελμα για μικρό χρονικό διάστημα, συνέχισε τις σπουδές του στην… …   Dictionary of Greek

  • Κνούσεν, Γιάκομπ — (Jacob Knudsen, Ρέντινγκ 1858 – Μπίρκερεδ 1917). Δανός συγγραφέας. Ήταν εκπρόσωπος της εθνικιστικής αντίδρασης προς τον διεθνισμό του Μπράντες, ενώ υπήρξε υπέρμαχος της παράδοσης στον κοινωνικό και θρησκευτικό τομέα. Τα μυθιστορήματά του, που… …   Dictionary of Greek

  • Κρόιτσφελντ-Γιάκομπ, νόσος — (Creutzfeldt Jacob). Βλ. λ. εγκεφαλοπάθεια, σπογγοειδής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”