Γιόρνταενς, Γιάκομπ — (Jakob Jordaens, 1593 – 1678). Φλαμανδός ζωγράφος. Επηρεάστηκε από τον Ρούμπενς και τον Καραβάτζιο. Στους πρώτους του πίνακες διακρίνεται έντονα η επίδραση της φλαμανδικής ζωγραφικής παράδοσης, καθώς και πολλά στοιχεία από την τεχνοτροπία του… … Dictionary of Greek
Μπαχόφεν, Γιόχαν Γιάκομπ — (Jochann Jakob Bachofen, Βασιλεία 1815 –1887). Ελβετός κοινωνιολόγος και ιστορικός. Καθηγητής του Ρωμαϊκού Δικαίου στη Βασιλεία, αφοσιώθηκε, καταπολεμώντας τη μεθοδική φιλολογία του Μόμσεν, στη μελέτη των πρωτόγονων κοινωνιών, της μυθολογίας και… … Dictionary of Greek
Μπούρκχαρντ, Γιάκομπ — (Jakob Burkhardt, 1818 – 1897). Ελβετός ιστορικός. Το 1884 διορίστηκε καθηγητής της γενικής ιστορίας της τέχνης στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας και αργότερα καθηγητής της ιστορίας της τέχνης στο Πολυτεχνείο της Ζυρίχης. Τα έργα του διακρίνονται… … Dictionary of Greek
Βάγκνερ, Γιοχάνες Γιάκομπ — (Johannes Jacob Wagner, 1775 1841). Γερμανός φιλόσοφος. Προσωπικός φίλος του Σέλιγκ, με τον οποίο συνεργάστηκε ως καθηγητής στο Βίρτσμπουργκ το 1803. Ο Β., ξεκινώντας από την υπόθεση ότι η σκέψη έχει μαθηματικό χαρακτήρα, διατύπωσε τη φιλοσοφία… … Dictionary of Greek
Γιακόμπι, Καρλ Γκούσταφ Γιάκομπ — (Karl Gustav Jacob Jacobi, Πότσνταμ 1804 – Βερολίνο 1851). Γερμανός μαθηματικός, εβραϊκής καταγωγής. Από πάρα πολύ νέος έδειξε εξαιρετική ευφυΐα και κατά τη δημιουργική, σύντομη ζωή του συνέβαλε αξιοσημείωτα σε κάθε κλάδο της μαθηματικής γνώσης,… … Dictionary of Greek
Γκριμελσχάουζεν, Χανς Γιάκομπ Kρίστoφ φον- — (Hans Jacob Christoph von Grimmelshausen, Γκέλνχαουζεν ; – Ρένχεν 1676).Γερμανός συγγραφέας. Κατά τη διάρκεια του Τριακονταετούς πολέμου υπηρέτησε στρατιώτης γραφέας και γραμματέας. Το 1667 ανέλαβε τη δημαρχία του Ρένχεν. Μετά το 1660 ανέπτυξε… … Dictionary of Greek
Κάρστενς, Γιάκομπ Άσμους — (Jacob Asmus Carstens, Σλέσβιγκ 1754 – Ρώμη 1798). Δανός ζωγράφος. Αρχικά ασχολήθηκε με το εμπόριο, ενώ αργότερα, σε ώριμη ηλικία, με τη ζωγραφική. Σπούδασε στην Κοπεγχάγη, αλλά το 1792 πήγε στη Ρώμη για να ικανοποιήσει τις καλλιτεχνικές του… … Dictionary of Greek
Κατς, Γιάκομπ — (JacobCats, Μπρουβερσχάφεν 1577 – Χάγη 1660). Ολλανδός διπλωμάτης και ποιητής. Σπούδασε νομικά στα πανεπιστήμια του Λέιντεν και της Ορλεάνης και, αφού άσκησε το δικηγορικό επάγγελμα για μικρό χρονικό διάστημα, συνέχισε τις σπουδές του στην… … Dictionary of Greek
Κνούσεν, Γιάκομπ — (Jacob Knudsen, Ρέντινγκ 1858 – Μπίρκερεδ 1917). Δανός συγγραφέας. Ήταν εκπρόσωπος της εθνικιστικής αντίδρασης προς τον διεθνισμό του Μπράντες, ενώ υπήρξε υπέρμαχος της παράδοσης στον κοινωνικό και θρησκευτικό τομέα. Τα μυθιστορήματά του, που… … Dictionary of Greek
Κρόιτσφελντ-Γιάκομπ, νόσος — (Creutzfeldt Jacob). Βλ. λ. εγκεφαλοπάθεια, σπογγοειδής … Dictionary of Greek